Δύο εικαστικής υφής θεάματα φιλοξενούνται στη Στέγη

misallodoksia
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 01 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2016

Η Ελένη Πετάση γράφει κριτική για τις παραστάσεις «Μισαλλοδοξία» και «Η Μελαγχολία των δράκων».

«Μισαλλοδοξία»: Πώς αλλιώς άραγε μπορείς να παρουσιάσεις στο θέατρο το βωβό, κινηματογραφικό αριστούργημα του G. W. Griffith (και συγκεκριμένα την τέταρτη ιστορία της επικής Μισαλλοδοξίας του, 1916) παρά να το βυθίσεις στη σιωπή; Μπορεί όμως αυτή η μελοδραματική ιστορία αγάπης μέσα στην απάνθρωπη καπιταλιστική συνθήκη των αρχών του 20ού αιώνα να αναδυθεί από τον κόσμο των σκιών στον κόσμο της πραγματικότητας μόνο με μια απλή -αισθητικά άψογη- εικονογράφηση;

Ή είναι απλώς ένα θεατρικό πείραμα (αν και όχι καινούριο, αν θυμηθούμε ανάλογες παραστάσεις όπως τον «Ηχο της σιωπής» του Χερμάνις) που, αφαιρώντας τον λόγο, ψάχνει καινούριους αφηγηματικούς δρόμους και αφορά τους λίγους και «μυημένους» θεατές; Είναι αλήθεια ότι η Ιώ Βουλγαράκη έδωσε ιδιαίτερη σημασία στα ενδιαφέροντα μινιμαλιστικά σκηνικά της Αννας Φιοντόροβα, στους ιδιαίτερους φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου και κυρίως στην εξαιρετική μουσική του Θοδωρή Αμπατζή. Από κει και πέρα δημιούργησε ένα εικαστικό σύμπαν με εύρυθμη κινησιολογία που παρ’ όλες τις αρετές του αφενός πλατειάζει (κάποιες σκηνές αναπαύονται σε μια ναρκισσιστική διάθεση) και αφετέρου δεν κινητοποιεί τις συναισθηματικές δονήσεις του κοινού. Ο εκλεκτός θίασος ηθοποιών υπηρέτησε με ορμητική αποφασιστικότητα τις επιταγές της σκηνοθεσίας.

«Η Μελαγχολία των δράκων»: Μία ξεχαρβαλωμένη Citroen του ‘90 μαζί με το παρελκόμενο τρέιλερ της, ακινητοποιημένη στη μέση ενός χιονισμένου δάσους. Στο φωτισμένο εσωτερικό της ένα τσούρμο χεβι-μεταλάδες, διαφορετικών γενεών, δεν μοιάζουν να ανησυχούν για τη βλάβη του αμαξιού. Αντίθετα, για «ατελείωτη» ώρα τρώνε γαριδάκια, πίνουν αναψυκτικά και ακούν στη διαπασών από το «Still loving you» των Scorpions μέχρι αναγεννησιακά μαδριγάλια. Η εντυπωσιακή, εικαστικής φύσεως, πρώτη εικόνα στη ‘Μελαγχολία των δράκων» του Φιλίπ Κεν δίνει το στίγμα της αισθητικής του που θυμίζει Μπρέγκελ και Ντίρερ.

Ο,τι έπεται μας παρασύρει σε ένα σουρεαλιστικό ταξίδι φαντασίας στο οποίο η εκκεντρικότητα, οι εσκεμμένα άτεχνες ερμηνείες και η πνευματώδης διάθεση έχουν ως πυρήνα την έννοια της συντροφικότητας. Αυτοί οι ξεπεσμένοι ροκ σταρ και η γιαγιά με γνώσεις μηχανικού που εμφανίζεται από το πουθενά για να γίνει η μοναδική, ένθερμη θεατής τους, συνθέτουν έναν ύμνο στη φιλία αλλά και έναν ύμνο στο μοναχικό τοπίο της τέχνης -ή της ζωής- που η μαγεία της μπορεί να ξεπηδήσει από τα πιο ευτελή υλικά: ένα μηχάνημα που εκτοξεύει σαπουνόφουσκες, κάποιο που «παράγει» χιόνι, ένας ανεμιστήρας, ένα σιντριβάνι, μπόλικες πλαστικές σακούλες και ένα τροχόσπιτο που μετατρέπεται σε αυλή των θαυμάτων.

Μπορεί το αλλόκοτο θέαμα του Κεν να αντιμετωπιστεί ως αφελές. Σίγουρα έχει πολλές ατέλειες. Ωστόσο, παραβίασε με την παραμυθιακή αθωότητά του τις πιο μύχιες επιφυλάξεις μου.

Ελένη Πετάση[email protected]