Harlem Swing : τι είδαμε, τι ακούσαμε, τι μας έμεινε

harlem-swing-ti-eidame-ti-akousame-ti-mas-emeine-ti-eidame-ti-akousame-ti-mas-emeine

ΤΡΙΤΗ, 24 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2012

Μέσα σε ένα βράδυ ταξιδέψαμε μέχρι τη δεκαετία του ’20, μυρίσαμε τον καπνό του περίφημου Cotton club στο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης, πήραμε μια γεύση από Broadway και «χορτάσαμε» ρυθμούς swing. Κι όλα αυτά χωρίς να πάμε μακριά, μόνο μέχρι το θέατρο Badminton…

Έχοντας υπόψη ότι το μιούζικαλ δεν αποτελεί ένα είδος θεάτρου με το οποίο είναι εξοικειωμένος ο Έλληνας, περίμενα πως το θέατρο Badminton μάλλον θα βάραγε μύγες τις ημέρες της παράστασης «Ain’t misbehavin’», η οποία έκανε πρεμιέρα την Τρίτη (17/1).

Αν και δεν ήρθα αντιμέτωπη με ορδές κόσμου, η αλήθεια είναι ότι παρά το κρύο και τις δύσκολες οικονομικές συνθήκες της εποχής, κατέφτασε αρκετός κόσμος όλων των ηλικιών, από εικοσάρηδες φοιτητές που βρήκαν ευκαιρία να ξεσκάσουν από τις διαδηλώσεις και τις καταλήψεις, μέχρι ζευγάρια εξηντάρηδων που θέλησαν να θυμηθούν λίγο μουσικές από τα νιάτα τους και να κουνήσουν ρυθμικά τα πόδια τους κρυφά από το διπλανό τους – η αλήθεια είναι βέβαια ότι και οι κλίμακες στην τιμή του εισιτηρίου, έδιναν ευκαιρία στους περισσότερους να παραβρεθούν στην παράσταση.

Το κοινό που είχαν όλοι οι παραπάνω, βέβαια, ήταν προφανώς να πάρουν μια γεύση από Broadway, μιας και η οικονομική κατηφόρα στην οποία βρίσκονται δεν προβλέπεται να τους επιτρέψει ποτέ να φτάσουν μέχρι τη Νέα Υόρκη.

Λίγο μετά τις 9 το βράδυ, λοιπόν, φοιτητές και συνταξιούχοι πιάσαμε τις θέσεις μας στα καθίσματα του Badminton, κλείσαμε τα κινητά μας και περιμέναμε να «γευτούμε» την αμερικάνικη κουλτούρα οκτώ και εννιά δεκαετιών πίσω. Από το πιάνο άρχισαν να ακούγονται οι πρώτοι ήχοι του «Ain’t misbehavin’» του Τόμας Ράιτ «Φατς» Γουόλερ (ο οποίος έχει γράψει τη μουσική του μιούζικαλ) και ένας-ένας εμφανίστηκαν οι 5 πρωταγωνιστές της παράστασης: η λεπτεπίλεπτη Ρεμπέκα Κόβινγκτον, η… χωρατατζού Ιβέτ Μονίκ Κλαρκ , η προικισμένη Πατρίσια Κόβινγκτον και οι δύο ταλαντούχοι άντρες, ο Μίλτον Νίλι και ο Γουέιν Πρέτλοου, γνωστός και από τις εμφανίσεις του στη διάσημη τηλεοπτική σειρά «Νόμος και τάξη».

Στο βάθος, η μπάντα σε δεύτερο ρόλο συνέθετε τις μελωδίες, καθώς οι πέντε ερμηνευτές προσπαθούσαν να μας μεταφέρουν στο κλίμα της δεκαετίας του ’20, κάνοντας αυτό το αφιέρωμα στους Αφροαμερικανούς μουσικούς της Αναγέννησης του Χάρλεμ, εμπλουτίζοντας τις δυνατές και μελωδικές φωνές τους με ρυθμικές κινήσεις – κάπου μάλιστα ξεπρόβαλλαν και μερικά από τα βήματα του διάσημου χορού Shim Sham που εμπνεύστηκε ο Λέοναρντ Ριντ και εξέλιξαν διάφοροι χορογράφοι, όπως ο Φράνκι Μάνινγκ.

Χτίζοντας μικρές ιστοριούλες-σκετσάκια με κάθε τραγούδι, συνήθως χιουμοριστικά, οι πέντε ερμηνευτές κατάφεραν σε αρκετά σημεία να ξεσηκώσουν τον κόσμο να χτυπήσει παλαμάκια ή να τραγουδήσει με την καθοδήγησή τους, ειδικά προς το τέλος της παράστασης. Υπό τους ήχους των «Squeeze me», «Handful of keys», «Tain't nobody's bizness» κ.ά. μία ώρα μετά την έναρξη έγινε ένα 20λεπτο διάλειμμα, το οποίο έδωσε την ευκαιρία στους παρευρισκόμενους να παρακολουθήσουν στο φουαγιέ τις χορευτικές swing φιγούρες που δεν είχαν την ευκαιρία να δουν στο μιούζικαλ, από την ομάδα χορού Athens Lindy Hop, η οποία κατάφερε να σχηματίσει γύρω της ένα κύκλο -κάτι σαν jam circle- από κόσμο που παρακολουθούσε με ενδιαφέρον, προσπαθούσε να κουνηθεί στο ρυθμό και σημείωνε με βιασύνη τους τρόπους επικοινωνίας με τη σχολή, καθώς για τις επόμενες ώρες, το 90% του Badminton ήθελε να μάθει swing – κάτι που την άλλη μέρα το πρωί σίγουρα θα είχε ξεχάσει.

Μετά το διάλειμμα, η παράσταση συνεχίστηκε στο ίδιο μοτίβο, καθώς ο ταλαντούχος Μίλτον Νίλι προσπάθησε να εξασκήσει και τα ελληνικά του λέγοντας ατάκες όπως «και από φωνή… φωνάρα» για την Ρεμπέκα Κόβινγκτον, ενώ στο «The viper’s drag» κατέβηκε από τη σκηνή με ένα τσιγάρο στο χέρι προσφέροντάς το στον κόσμο λέγοντας «θέλεις μια τζούρα;». Κανείς από την πρώτη σειρά δεν δέχτηκε και δηλώνοντας «more for me» ανέβηκε πάλι πάνω στη σκηνή, ολοκληρώνοντας τη blues ερμηνεία του.

Ακολούθησαν πολλά τραγούδια όπως το «Mean to me», «That ain’t right», «Keepin’ out of mischief now», «Fat and greasy» το οποίο και ξεσήκωσε τον κόσμο, κ.ά., ενώ η «δεύτερη πράξη» έκλεισε με τους πέντε ταλαντούχους ερμηνευτές καθισμένους στη σειρά και τον καθένα τους να κάνει τους ήχους ενός μουσικού οργάνου, από σαξόφωνο και τρομπέτα μέχρι κόντρα μπάσο και κλαρινέτο.

Όλα τα παραπάνω, βέβαια, κατόρθωσαν να τα φέρουν εις πέρας παρά τα τεχνικά προβλήματα ήχου που αντιμετώπιζαν με τα μικρόφωνά τους, με τη φωνή τους να χάνεται ανά διαστήματα και να αναγκάζονται να συνεχίζουν με διαφορετικό μικρόφωνο και να κάνουν διακριτικά νοήματα προς τo θάλαμο του ηχολήπτη.

Στα μείον, εκτός από τα προβλήματα στον ήχο, ήταν και οι βουτηγμένες στη ναφθαλίνη γούνες που «ξέθαψαν» όλες οι Αθηναίες άνω των 50 για να έρθουν στο μιούζικαλ, με αποτέλεσμα σε αρκετά σημεία το Badminton να μοιάζει με το ντουλάπι με τα χειμωνιάτικα κι εμείς να αισθανόμαστε σαν σκόροι που θέλουν να μας εξοντώσουν…

Στα θετικά, πέραν των υπέροχων φωνών, των νοσταλγικών swing μελωδιών και της καλής διάθεσης που κατάφεραν να βρουν και να ξεθάψουν από μέσα μας οι συντελεστές της παράστασης – υπόθεση δύσκολη το τελευταίο διάστημα- ήταν και οι στιχομυθίες που άκουσα μεταξύ εξηντάρηδων, με έναυσμα το μιούζικαλ: «θα πάμε να μάθουμε swing;» ψιθύρισε διακριτικά η κυρία που καθόταν από πίσω μου στο σύζυγό της με το τέλος της παράστασης. Απάντηση δεν πήρε, αλλά από το βλέμμα του κατάλαβα ότι μάλλον θα της το κάνει το χατίρι…

ΤΖΟΥΛΙΑ ΤΑΣΩΝΗ