Καρκίνος του δέρματος: οι 4 μύθοι που (ακόμα) πιστεύουμε

karkinos-tou-dermatos-oi-4-muthoi-pou-akoma-pisteuoume-muthoi-pou-akoma-pisteuoume

ΤΕΤΑΡΤΗ, 12 ΙΟΥΝΙΟΥ 2013

Πριν να απολαύσετε τον καλοκαιρινό ήλιο, σκεφτείτε το εξής: Ένας στους πέντε ανθρώπους θα αναπτύξει καρκίνο του δέρματος στη διάρκεια της ζωής του και περίπου το 90 % των μη-μελανωμάτων του καρκίνου του δέρματος, προκαλούνται από την έκθεση στις υπεριώδεις ακτίνες του ήλιου.

Παρόλα αυτά τα στοιχεία ωστόσο, ο καρκίνος του δέρματος, όπως ακριβώς και άλλες ασθένειες, έχει αρκετές παρανοήσεις γύρω από τις μεθόδους πρόληψης, διάγνωσης ακόμα και θεραπείας. Σύμφωνα με το menshealth.com, τέσσερις είναι πιο κοινοί μύθοι, γύρω από τη συγκεκριμένη μορφή καρκίνου.

Μύθος 1ος: Τα αντηλιακά είναι η απόλυτη προστασία

Μπορεί τα αντηλιακά να αποτελούν την πρώτη κίνηση για να σώσετε το δέρμα σας, αλλά δεν είναι ο καλύτερος τρόπος για να το προστατεύσετε από τις ηλιακές ακτίνες. Και αυτό, γιατί για να προστατεύσετε το δέρμα σας, πρέπει να απλώνετε τεράστια ποσότητα, την οποία και θα πρέπει να ανανεώνετε κάθε 2 περίπου ώρες καλύπτοντας κάθε σπιθαμή του δέρματος σας. Κάτι που κανείς δεν κάνει.

Ωστόσο, τα αντηλιακά θα πρέπει να τα έχετε στο νου σας ως μία επιπλέον προστασία και όχι ως αποκλειστικό μέσο πρόληψης. Τα σκουρόχρωμα ρούχα, τα γυαλιά ηλίου, το καπέλο και ειδικά αντηλιακά για τα χείλη, πρέπει να συμπληρώνουν τα αντηλιακά σε μία καθολική και σωστή προσπάθεια φροντίδας και πρόληψης, όχι μόνο για τον καρκίνο του δέρματος αλλά και για τα ηλιακά εγκαύματα.

Μύθος 2ος: Η καλύτερη εξέταση είναι ο καθρέφτης

Ενώ μια νέα μελέτη στο British Journal of Dermatology διαπίστωσε, ότι η τακτική αυτοεξέταση του δέρματος συνδέθηκε με μια πιθανή μείωση του κινδύνου του δέρματος, αυτό δε σημαίνει, ότι πρέπει να βασίζεστε αποκλειστικά σε όποιες αλλαγές παρατηρείτε μόνοι σας στον καθρέφτη. Αυτό ίσως βοηθά σε μία πρώτη εντύπωση για έναν περαιτέρω έλεγχο, αλλά δε θα πρέπει να επαναπαύεστε.

Σε μια ανασκόπηση του 2011, όπου εξετάστηκαν φάκελοι ασθενών σε εξειδικευμένες δερματολογικές κλινικές για περισσότερα από 10 χρόνια, οι γιατροί εντόπισαν περίπου το 63% των περιπτώσεων μελανώματος, ενώ ασθενείς με την αυτοεξέταση είχαν εντοπίσει μόλις το 37%.

Οι ειδικοί αναφέρουν, ότι συμβαίνει αρκετά συχνά να συγχέεται μία κρεατοελιά με κάποια μορφή καρκίνου του δέρματος. Για τον λόγο αυτό, χρειάζεται συνεργασία ασθενή –γιατρού. Η σωστή πρόληψη και φροντίδα και από τις δύο πλευρές μπορεί να αποβεί σωτήρια.

Μύθος 3ος: Το internet, ο γιατρός

Πράγματι, υπάρχουν πολλές εφαρμογές στο internet, που μπορούν ακόμα και να διαγνώσουν αν πάσχετε από καρκίνο του δέρματος. Φυσικά, αυτό δε σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι θα πρέπει να τις εμπιστεύεστε με κλειστά μάτια.

Σε μία μελέτη, που διεξήχθη φέτος στο Πανεπιστήμιο του Pittsburgh, οι ερευνητές «κατέβασαν» τέσσερις δημοφιλείς εφαρμογές, που ισχυρίζονται ότι βοηθούν στην καταπολέμηση του καρκίνου του δέρματος, οι οποίες περιέχουν αναλυτικές πληροφορίες, εικόνες και ορολογία αναφορικά με καρκινικές και μη καρκινικές βλάβες του δέρματος.

Τα αποτελέσματα: Τρεις από τις τέσσερις εφαρμογές κατέταξαν πάνω από το 70% των επικίνδυνων μελανωμάτων ως μη καρκινικά. Αυτό συμβαίνει γιατί, οι εφαρμογές αυτές βασίζονται σε αλγόριθμους υπολογιστών για να προβλεφθεί αν η ύποπτη κρεατοελιά σας είναι μία μορφή καρκίνου ή όχι. Ωστόσο, ο καρκίνος δε λειτουργεί με εξισώσεις.

Βέβαια, ενώ μερικές εφαρμογές μπορεί να είναι χρήσιμες για να σας βοηθήσουν να εντοπίσετε ύποπτους σπίλους, μία επίσκεψη στο γιατρό σας είναι φυσικά η πιο ενδεδειγμένη κίνηση.

Μύθος 4ος: Ο καρκίνος του δέρματος αφήνει ανεξίτηλες ουλές

Αν ο γιατρός σας εντοπίσει καρκίνο του δέρματος, προφανώς θα σας παραπέμψει σε ειδικό χειρουργό για την αφαίρεση των οποιοδήποτε ουλών, ενδεχομένως να αφήσει ο καρκίνος στο δέρμα σας.

Οι ειδικοί φυσικά φροντίζουν όχι μόνο για την αποθεραπεία από τον καρκίνο αλλά και για την καλύτερη δυνατή αισθητική διόρθωση πιθανών ουλών ή σημαδιών, που θα δημιουργήσει ο καρκίνος.

Και τα αποτελέσματα είναι εντυπωσιακά, καθώς αναφέρουν ότι φτάνουν σε ποσοστό 99% του συνόλου των περιπτώσεων. Επειδή όμως η κάθε περίπτωση ασθενούς είναι μοναδική, καλό θα ήταν να συμβουλευτείτε τον γιατρό σας.