Τι συμβαίνει όταν το «ρίχνουμε έξω» στο φαγητό;

pitsa
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 09 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2020

Ο Κλινικός Διαιτολόγος-Διατροφολόγος, Γιώργος Μίλεσης, ρίχνει φως σε ένα καίριο ζήτημα που μας αφορά όλους: τι συμβαίνει στο σώμα και τον οργανισμό μας όταν «ξεφύγουμε» στο φαγητό;

Πόσο συχνά αφήνετε φαγητό στο πιάτο; Ή για να το θέσω αλλιώς, πόσο συχνά σας προσφέρεται μια μεγάλη (ή τεράστια) μερίδα από ένα αγαπημένο φαγητό; Δεν συμβαίνει κάποιες φορές να τρώμε κι άλλο, ακόμα κι νιώθουμε… σκασμένοι; Και τι συμβαίνει στο σώμα μας σ’ αυτήν την περίπτωση; Σ’ αυτό μάλλον δεν υπάρχει μια απάντηση, καθώς το αποτέλεσμα εξαρτάται από την ηλικία, τη συχνότητα που υπερβάλουμε στο φαγητό ή το γλυκό, ίσως και το φύλο.

Μέχρι σκασμού…
Μια νέα μελέτη, στην οποίαν συμμετείχαν εθελοντές που καταναλώσαν αρκετά περισσότερη πίτσα απ’ όση χρειάζονταν για να χορτάσουν, αποκάλυψε ότι το σώμα μας μπορεί να ανταπεξέλθει αναπάντεχα καλά στην υπερβολή της μιας φοράς. Ερευνητές από Centre for Nutrition, Exercise and Metabolism του University of Bath συνέκριναν τις επιδράσεις της φυσιολογικής (μέχρι κορεσμού) με τη μέγιστη («μέχρι να μην μπορείς να φας άλλη μπουκιά») κατανάλωση φαγητού.

Όταν είσαι νέος…
Ανακάλυψαν λοιπόν, ότι οι νεαροί υγιείς άνδρες (ηλικίας 22-37 ετών) που συμμετείχαν, αν και κατανάλωσαν διπλάσια ποσότητας πίτσας όταν εξωθήθηκαν στο όριο –οπότε διπλασίασαν την ενεργειακή τους πρόσληψη– κατάφεραν να διατηρήσουν το ποσό των θρεπτικών συστατικών στο αίμα σε φυσιολογικά επίπεδα. Ενώ λοιπόν γνωρίζουμε όλοι τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της υπερκατανάλωσης φαγητού –σε σχέση με την παχυσαρκία, το σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ  και τις καρδιαγγειακές παθήσεις– ξέρουμε πολύ λίγα για την άμεση επίδραση του «όσο περισσότερο μπορείς να φας» (all you can eat) στο σώμα.

«Πόση πίτσα αντέχεις να φας;»
Η έρευνα υποστηρίζει ότι το σώμα μπορεί να ανταπεξέλθει πολύ καλά στο μεγάλο και υπερβολικό όγκο θερμίδων, παρότι η μέση ενεργειακή πρόσληψη της μέγιστης (all you can eat) κατανάλωσης ήταν πάνω από 3000 θερμίδες – περίπου 1,5 μεγάλη πίτσα. Βέβαια, εδώ είχαμε και διακυμάνσεις, καθώς κάποιοι «κατάφεραν» μέχρι και 2.5 πίτσες! Κάτι που υπερβαίνει πολύ τη μέση συνιστώμενη ημερήσια πρόσληψη, πόσο μάλλον όταν αφορά ένα γεύμα!

Λιπίδια και ορμόνες
Τα αποτελέσματα μετά τη μέγιστη κατανάλωση έδειξαν ότι τα επίπεδα της γλυκόζης δεν ήταν υψηλότερα απ’ό,τι σε ένα φυσιολογικό γεύμα, η έκκριση ινσουλίνης ήταν αυξημένη κατά 50%, ενώ τα λιπίδια αίματος (τριγλυκερίδια και μη εστεροποιημένα λιπαρά οξέα) ήταν ελαφρά αυξημένα –αν  και καταναλώθηκε διπλάσιο εδώδιμο λίπος. Τέλος, οι ορμόνες που εκκρίθηκαν από το έντερο, για να διεγείρουν έκκριση ινσουλίνης και κορεσμό (π.χ. GLP-1 και πεπτίδιο ΥΥ), έφτασαν σε μέγιστη συγκέντρωση.

Ούτε γλυκό μετά…
Εξετάζοντας την όρεξη και τη διάθεση κατά τις δοκιμές, βρέθηκε ότι 4 ώρες μετά τη μέγιστη κατανάλωση φαγητού οι εθελοντές ένιωθαν ληθαργικοί και ανέφεραν απουσία οποιασδήποτε διάθεσης για άλλα τρόφιμα, συμπεριλαμβανομένων γλυκών. Κάτι αναπάντεχο καθώς τα κέντρα ανταμοιβής στον εγκέφαλο έχουν συγκεκριμένη στόχευση: δεν αναμένουμε η κατανάλωση πίτσας να αλλάξει τη διάθεση για γλυκό, παρότι κρατάμε συχνά «χώρο» για επιδόρπιο.

Έχει άμεσες επιπτώσεις στο μεταβολισμό;
Οι νεαροί εθελοντές της μελέτης με τη μέγιστη κατανάλωση φαγητού ωστόσο, χρησιμοποίησαν ή αποθήκευσαν αποτελεσματικά τα θρεπτικά στοιχεία από την πίτσα, καθώς τα επίπεδα σακχάρου και λιπιδίων στο αίμα δεν ήταν πολύ μεγαλύτερα απ’ όσους έφαγαν τη μισή ποσότητα. Κάτι που υποδηλώνει ότι αν ένα, κατά τ’ άλλα υγιές, άτομο υπερκαταναλώνει φαγητό κάποιες φορές, δεν υφίσταται άμεσες, αρνητικές επιπτώσεις όσον αφορά τον μεταβολικό έλεγχο.

Ωστόσο, είναι προφανές ότι η παραπάνω ενέργεια θα αποθηκευτεί στο σώμα με τη μορφή λίπους, ανεξαρτήτως ηλικίας. Στην περίπτωση αυτή, η συχνότητα που συμβαίνει κάτι τέτοιο διαδραματίζει καίριο ρόλο: όσο πιο συχνά, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα αύξησης βάρους.

Η μια μέρα συγχωρείται
Είναι προφανές ότι (πολύ) συχνά τρώμε περισσότερο από ό,τι έχουμε ανάγκη, γι’ αυτό άλλωστε η διαχείριση του βάρους γίνεται με τα χρόνια (πολύ) δύσκολη υπόθεση. Κι όχι μόνο, καθώς βλέπουμε, και από τα αποτελέσματα της έρευνας, ότι μπορούμε να φάμε τη διπλάσια ποσότητα απ’ όση χρειαζόμαστε για να νιώσουμε «πλήρεις».

Απλώς, όσο είμαστε νέοι (ή νεότεροι τέλος πάντων), το σώμα είναι πιο εύκολο να προσαρμοστεί στο εκάστοτε πλεόνασμα –μικρό ή μεγάλο– και τις υπερβολές της μιας ημέρας. Αν όμως, κάτι τέτοιο συμβαίνει συχνά δεν θα αποφύγουμε την αύξηση βάρους και τα συνοδά προβλήματα.

Με λίγα λόγια, έχει νόημα να είμαστε πιο «ελεύθεροι» σε μια γιορτινή περίσταση, σ’ ένα μπουφέ ή μια ανάλογη εκδήλωση, εφόσον όμως ακολουθούμε ένα λογικό πλάνο το υπόλοιπο διάστημα.

Γιώργος Μίλεσης MSc Κλινικός Διαιτολόγος
[email protected]
www.milessis.gr 
FB page: milessisgeorge

Πηγή
Hengist A, Edinburgh RM, Davies RG, Walhin JP, Buniam J, James LJ, Rogers PJ, Gonzalez JT, and JA Betts. Physiological responses to maximal eating in men. British Journal of Nutrition, 2020; 124 (4): 407 DOI: 10.1017/S0007114520001270