Όσφρηση και φαγητό: τι λέει νέα έρευνα

kopela-osmi-frouto-ugeia
ΠΕΜΠΤΗ, 30 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2021

Πέρα από αυτό που φαντάζεστε, η όσφρηση παίζει έναν ακόμη σημαντικό ρόλο στη διατροφή μας και αντίστροφα.

Όταν περνάμε έξω από έναν φούρνο ή ένα ζαχαροπλαστείο, οι μυρωδιές συνήθως μας «γαργαλούν» τη μύτη, ειδικά αν είμαστε πεινασμένοι. Έχει συμβεί σε όλους και θα συμβεί ακόμη πολλές φορές στη ζωή μας. Η γνώση, μάλιστα, ότι οι άνθρωποι παίρνουν αποφάσεις με βάση τη… μύτη τους, οδήγησε μεγάλα brand να αυξήσουν την οσμή στα προϊόντα τους σε εστιατόρια, οδηγώντας σε μεγάλες αυξήσεις στις πωλήσεις.

Σύμφωνα, όμως, με νέα μελέτη που δημοσιεύτηκε στο PLOS Biology, το φαγητό που μόλις φάγαμε πριν περάσουμε έξω από τον φούρνο μπορεί να επηρεάσει την πιθανότητα να σταματήσουμε για γλυκό, κι όχι επειδή νιώθουμε χορτάτοι.

Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Northwestern βρήκαν ότι γινόμαστε λιγότερο ευαίσθητοι σε οσμές, με βάση το γεύμα που καταναλώσαμε λίγο νωρίτερα. Τι σημαίνει αυτό; Ότι αν πριν βγείτε τη βόλτα σας, φάγατε κουλουράκια και τυροπιτάκια στο σπίτι ή στο γραφείο, έχετε μικρότερη πιθανότητα να σταματήσετε στον επόμενο φούρνο που θα συναντήσετε, όχι γιατί δεν πεινάτε, αλλά γιατί δεν σας μυρίζει τόσο έντονα πλέον.

Η όσφρηση ορίζει το τι τρώμε και αντίστροφα
Στο πλαίσιο της έρευνας βρέθηκε ότι οι συμμετέχοντες που είχαν μόλις καταναλώσει ένα γεύμα, είτε ψωμάκια κανέλας είτε πίτσα, είχαν μικρότερη πιθανότητα να αντιληφθούν οσμές που ταίριαζαν με το γεύμα που κατανάλωσαν, αλλά όχι τις υπόλοιπες οσμές. Τα ευρήματα στη συνέχεια συνδυάστηκαν με απεικονιστικές εξετάσεις εγκεφάλου που έδειξαν τη δραστηριότητα του εγκεφάλου στα μέρη που επεξεργάζονται στις οσμές. Σύμφωνα με αυτά, όπως οι οσμές παίζουν το ρόλο τους σε αυτά που τρώμε, μπορούν και αντίστροφα αυτά που τρώμε να ελέγξουν την αίσθηση οσμής μας.  

Αυτό, φυσικά δεν είναι κάτι καινούργιο, αλλά έχει ρίζες ακόμη και στους προγόνους μας, οι οποίοι όταν έβγαιναν να βρουν τροφή, αν είχαν φάει π.χ. μούρα, δεν ήταν πλέον ευαίσθητοι στη μυρωδιά τους, αλλά παρέμεναν ευαίσθητοι στη μυρωδιά των μανιταριών. Και κάπως έτσι εξασφάλιζαν ποικιλία στις τροφές.

Αν η όσφρησή μας, ωστόσο, δεν λειτουργεί καλά, η αλληλεπίδραση αυτή επηρεάζεται και μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα που σχετίζονται με τη διατροφή και την παχυσαρκία, ενώ υπάρχει διασύνδεση ακόμη και με κακό ύπνο, κάτι που βρίσκεται υπό διερεύνηση. Σε παλιότερη μελέτη, πάντως, είχε βρεθεί ότι η απόκριση του εγκεφάλου σε μια οσμή μεταβάλλεται σε άτομα που δεν έχουν κοιμηθεί καλά.

Για να πραγματοποιήσει τη μελέτη, η ερευνητική ομάδα εξέθεσε τους συμμετέχοντες σε μυρωδιές που αποτελούσαν μίξη οσμών που προέρχονταν από τροφές και άλλες πηγές (π.χ. πίτσα και πεύκο ή κανέλα και κέδρο), που ταιριάζουν μεταξύ τους και είναι διακριτές. Η αναλογία της οσμής από τρόφιμο ή όχι ποίκιλλε σε κάθε συνδυασμό και έπειτα από κάθε μίξη οσμών, οι συμμετέχοντες έπρεπε να απαντήσουν στο ποια οσμή ήταν πιο κυρίαρχη: αυτή που προερχόταν από το τρόφιμο ή η άλλη;

Οι συμμετέχοντες ολοκλήρωσαν τη δοκιμασία μέσα σε μαγνητικό τομογράφο: αρχικά νηστικοί κι έπειτα έχοντας καταναλώσει γεύμα που ταίριαζε σε μια από τις δυο οσμές. Η ομάδα φυσικά μελέτησε την ποσότητα της οσμής που χρειαζόταν ώστε να κυριαρχεί και βρήκε ότι όταν οι συμμετέχοντες πεινούσαν, χρειάζονταν μικρότερο ποσοστό της οσμής της τροφής στο μείγμα για να την αντιληφθούν ως κυρίαρχη –για παράδειγμα, ένας πεινασμένος συμμετέχων χρειαζόταν το 50% της οσμής της κανέλας για να την αντιληφθεί ως κυρίαρχη. Αν, όμως, ήταν χορτάτος, χρειαζόταν 80% της οσμής της κανέλας. Μέσω της μαγνητικής τομογραφίας, η ερευνητική ομάδα παρείχε έξτρα στοιχεία για την υπόθεση, η οποία έδειχνε μια παράλληλη αλλαγή στο μέρος του εγκεφάλου που επεξεργάζεται τις οσμές μετά το γεύμα.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, αυτό θα βοηθήσει στην κατανόηση της λούπας μεταξύ οσμής και πρόσληψης φαγητού, ενώ υπάρχει και η ελπίδα να βοηθήσει την έρευνα στο πώς η έλλειψη ύπνου μπορεί να παίξει το ρόλο της σε αυτό.