Καλλιέργειες: πόσο συμβάλλουν στην έγκαιρη διάγνωση μιας λοίμωξης;
Μπορεί μια φλεγμονή ή μια λοίμωξη να προληφθούν έγκαιρα; Φυσικά και ναι, αν ανιχνευφθούν με καλλιέργεια, μια διαγνωστική μέθοδο που απεικονίζει ακόμη και σε πρώιμο στάδιο μικροβιακές "εισβολές" στον οργανισμό.
Οι καλλιέργειες αποτελούν μια πολύ χρήσιμη διαγνωστική μέθοδο στην προσέγγιση ασθενών με κλινική εικόνα λοίμωξης ή φλεγμονής. Αρχικά ο κλινικός ιατρός θα στείλει έτοιμο δείγμα ή θα ζητήσει καλλιέργεια από το μικροβιολογικό εργαστήριο, αναζητώντας τους παθογόνους μικροοργανισμούς (βακτήριο, μύκητας, ιός) και στη συνέχεια ανάλογα με το αποτέλεσμα της καλλιέργειας και το είδος του μικροβίου θα προβεί ή όχι, στη χορήγηση αντιβίωσης στον ασθενή του. Η καλλιέργεια επαναλαμβάνεται και μετά τη βελτίωση της κλινικής εικόνας του ασθενούς, συγκεκριμένα 2 εβδομάδες περίπου μετά την τελευταία δόση της αντιβίωσης, για να επιβεβαιωθεί και εργαστηριακά η επιτυχία της θεραπείας.
Τα δείγματα που καλλιεργούνται προέρχονται α) από τα βιολογικά υγρά του σώματος (π.χ. εκκρίσεις του ουροποιητικού, γεννητικού, γαστρεντερικού, αναπνευστικού κ.α.) β) από τους ιστούς (π.χ. βλάβες βλεννογόνων, τεμάχια ιστών που αφαιρέθηκαν χειρουργικά κ.α.) και γ) από τα άκρα μόνιμων καθετήρων.
Στο εργαστήριο χρησιμοποιούνται ειδικά θρεπτικά υλικά, που περιέχουν τις απαραίτητες ουσίες για την ανάπτυξη των μικροβίων. Στα υλικά αυτά εμβολιάζουμε τα δείγματα των καλλιεργειών και μετά τα τοποθετούμε σε επωαστικούς κλιβάνους, συνήθως σε θερμοκρασία 37 βαθμών Κελσίου (δηλαδή στη θερμοκρασία του ανθρωπίνου σώματος). Εκεί θα παραμείνουν-προκειμένου να αναπτυχθούν τα μικρόβια-τουλάχιστον για 24 ώρες (ελάχιστος χρόνος επώασης) καθώς υπάρχουν και μικρόβια που αναπτύσσονται πολύ αργά και τα αναζητούμε μετά από 48 ώρες. Ανάλογα με τις απαιτήσεις των μικροοργανισμών σε οξυγόνο, στους κλιβάνους επικρατούν συνθήκες αερόβιες (παρουσία οξυγόνου) ή αναερόβιες (απουσία οξυγόνου).
Μετά την επώαση οι καλλιέργειες βγαίνουν από τον κλίβανο και ακολουθεί η διαδικασία αναγνώρισης του μικροβίου, από τον σχηματισμό των χαρακτηριστικών αποικιών του στα θρεπτικά υλικά, η διαφοροποίησή του από τα μικρόβια της φυσιολογικής χλωρίδας της περιοχής του σώματος και ο χαρακτηρισμός του ως «παθογόνο». Για τον ίδιο σκοπό, εκτός από την μορφολογία των αποικιών, χρησιμοποιούνται και ορισμένες βιοχημικές τους ιδιότητες και κάποιες ειδικές χρώσεις. Η αξιοπιστία των αποτελεσμάτων μιας καλλιέργειας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ποιότητα των κλινικών δειγμάτων (δείγματα επαρκή σε ποσότητα και μη επιμολυσμένα) και τις συνθήκες μεταφοράς τους, από την στιγμή της λήψης τους έως την παραλαβή τους από το μικροβιολογικό εργαστήριο.
Τέλος στα παθογόνα μικρόβια ακολουθεί ο έλεγχος της ευαισθησίας τους σε ομάδες αντιβιοτικών όπως οι πενικιλλίνες, οι κεφαλοσπορίνες, οι αμινογλυκοσίδες, οι κινολόνες, οι μακρολίδες, οι τετρακυκλίνες, τα αντιμυκητιασικά κ.α. το γνωστό «αντιβιόγραμμα».
Με βάση τα παραπάνω δεδομένα καταλήγουμε στο συμπέρασμα, πως με την εφαρμογή των καλλιεργειών, ο κλινικός ιατρός όχι μόνο διαπιστώνει το μικροβιακό αίτιο των κλινικών συμπτωμάτων του ασθενούς αλλά αποφεύγει και την άστοχη αντιμικροβιακή αγωγή. Αποφεύγεται έτσι η αλόγιστη χρήση αντιβιοτικών, που τόσο πολύ έχει παρατηρηθεί στην εποχή μας και έχει οδηγήσει στην ανάπτυξη πολυανθεκτικών μικροβίων, που δεν είναι εύκολα αντιμετωπίσιμα και μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο ακόμη και την ζωή του ασθενούς.
Από τον Κωνσταντίνο Βρεττό, Βιοπαθολόγο «Ευρωδιάγνωσης» Μέλος του Ομίλου Βιοιατρική.







